ημικεραμία

ημικεραμία
και ημικέραμον ἡμικεραμία, ἡ και ἡμικέραμον, τὸ (Α)
μικρή υδρία, σταμνί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + κεράμιον ή κέραμος «αγγείο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”